Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Η Πορεία Μετάβασης από τον Φορντισμό στην Ευέλικτη Συσσώρευση


Γράφει ο Βασίλης Στεφ. Λάππας



Εισαγωγή

Στην παρούσα εργασία πρόκειται ν΄ αναλύσουμε τις κοινωνικές και τις οικονομικές συνθήκες που ίσχυσαν μετά το πέρας του Β΄ Παγκόσμιου  Πολέμου.  Οι οποίες  όπως ήταν αναμενόμενο σηματοδότησαν νέες κοινωνικές ανάγκες και προτεραιότητες στη λήψη και εφαρμογή πολιτικών με στόχο την ανάπτυξη και την άμεση αντιμετώπιση μιας σειράς προβλημάτων, που προέκυψαν ως συνέπεια του πολέμου αλλά και των  μεγάλων  οικονομικών κρίσεων  του καπιταλισμού σε Η.Π.Α. και Ευρώπη στη δεκαετία του 1930. Ένα σημαντικό μέρος λοιπόν του κόσμου καλούνταν να επανασχεδιάσει τις πόλεις και τις χώρες σε νέους άξονες και υποδομές που αυτές αφορούσαν τη χρήση της γης , την βιομηχανία, την ενέργεια, τις μεταφορές, τα επικοινωνιακά δίκτυα.  Το πέρασμα επομένως στη νέα εποχή διαμορφώνονταν μέσα από ένα νέο κύκλο κεφαλαιακής συσσώρευσης όπου αποσκοπούσε αφενός στην οικονομική μεγέθυνση κι ανάπτυξη περιφερειών αλλά συγχρόνως και στην κάλυψη  κοινωνικών αναγκών.

1.       Το Μοντέλο του Φορντισμού

Το νέο αυτό καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου ήταν ο φορντισμός . Ένα μοντέλο βιομηχανικής μαζικής παραγωγής και ανάπτυξης πλήρως εντασσόμενο στην Κεϋνσιανική αντίληψη και στο “ New Deal” ως απότοκο εγχείρημα της βαθιάς οικονομικής κρίσης του 1929 -1933. Η κρίση αυτή αναμφίβολα επέφερε δραματικές ανατροπές στις Η.Π.Α. και στον υπόλοιπο κόσμο και σαφώς επηρέασε καταλυτικά την Ευρώπη και ειδικά τη γερμανική οικονομία.  Υπήρξε δε τέτοιος ο κλονισμός του καπιταλιστικού συστήματος που η κοινωνική αμφισβήτησή του εκδηλώθηκε έντονα και παντοιοτρόπως στις αναπτυγμένες χώρες. Η εμφάνιση άλλωστε των σοσιαλιστικών και των κομμουνιστικών κινημάτων και των κομμάτων σε δύναμη και μαζικότητα καθόλου τυχαία και άσχετη με την κρίση δεν θα πρέπει να θεωρείται.  Ο φόβος άλλωστε μιας ενδεχόμενης συστημικής ανατροπής ανάγκασε την πολιτική ηγεσία πρωτίστως των Η.Π.Α. και στη συνέχεια πολλών ευρωπαϊκών κρατών ν΄ αναζητήσουν τη διέξοδο μέσα από τον κρατικό παρεμβατισμό.  Επομένως,  είναι αξιοσημείωτο πως το θεμέλιο του φορντισμού τέθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα όταν ο Αμερικανός αυτοκινητοβιομήχανος Henry Ford εγκαθίδρυσε την ημέρα των 8 ωρών εργασίας και των 5 δολαρίων στο εργοστάσιο του που τότε παρήγαγε το περίφημο μοντέλο “Model T”(Η. Κορλιούρος επιμ. 2008 σελ 155). Με τη μαζική παραγωγή τυποποιημένων αγαθών προκειμένου να ικανοποιηθούν μαζικές και ομοιόμορφες καταναλωτικές ανάγκες ο φορντισμός ως  ένα ακόμη εναλλακτικό μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης οικοδόμησε το υλικό πλαίσιο της μεταπολεμικής κοινωνίας της ευημερίας στην Ευρώπη και το οποίο συνοδεύτηκε με μια σειρά από κοινωνικές παροχές με τις οποίες χτίστηκε ένα πρότυπο μοντέλο κράτους πρόνοιας το οποίο διασφάλιζε την κοινωνική συνοχή και σταθερότητα στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Είναι αλήθεια πως τη χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας την υποστήριξαν οι Η.Π.Α. καθώς διέβλεπαν τον άμεσο κίνδυνο της καπιταλιστικής ανατροπής και της πρόσδεσης πολλών χωρών της Δυτικής Ευρώπης  με το άθροισμα των χωρών που συναπάρτιζαν το σοσιαλιστικό μπλοκ. Άλλωστε η ισχυροποίηση των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων στη γεωγραφία της κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης αναμφίβολα διαμόρφωνε έναν σοβαρό κίνδυνο ικανό να απειλήσει την καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη και την μακροημέρευση των πολιτικοοικονομικών σχέσεων ανάμεσα σε χώρες της Ευρώπης και των Η.Π.Α.  

2.       Τα Χαρακτηριστικά του Φορντισμού και η Διαδικασία της Μετάβασης  

Με το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκινούν και αναπτύσσονται νέες θεωρίες που επιδιώκουν τη σύνδεση της  ανάπτυξης με τη χωροθέτηση των οικιστικών και των οικονομικών δραστηριοτήτων. Παράλληλα το Κεφάλαιο και η Τεχνολογία ως δυναμικοί εξελεγκτικοί μηχανισμοί επιφέρουν αλλαγές και δίνουν νέο ώθηση στην καπιταλιστική επέκταση.  Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα του μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων. Η οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση όπως και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας διαμορφώνουν ένα καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου στο οποίο κυρίαρχο κριτήριο καθίσταται η μαζική παραγωγή. Πρόκειται για το μοντέλο του φορντισμού η επικράτηση του οποίου σφυρηλάτησε τα χαρακτηριστικά μιας εποχής και κοινωνίας. Το μοντέλο αυτό διέπεται από την καθετοποίηση της παραγωγής και τη χωρική συγκέντρωση των επιμέρους διαδικασιών της, με απόρροια τις εγκαταστάσεις μεγάλης έκτασης, εξοπλισμό παραγωγής και πολυάριθμο εργατικό δυναμικό. Επιπλέον, ο «φορντισμός» στηρίχθηκε στην πολιτική της διανομής του εισοδήματος και της  κοινωνικής πρόνοιας όπως το περιέγραψε ο Άγγλος οικονομολόγος Τζων Κέυνς αποσκοπώντας στη διασφάλιση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και της κατανάλωσης. Ο φορντισμός εδραιώθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια καθώς ήταν απαραίτητη η ποιοτική βελτίωση των οικονομικών συνθηκών όπως επίσης και η  κάλυψη ζωτικών καταναλωτικών αναγκών του πληθυσμού. Με λίγα λόγια η ανθρωπότητα και ειδικά ο δυτικός κόσμος ανακαθόρισε το αξιακό του υπόβαθρο δίνοντας έμφαση στον αυστηρά ορθολογικό οικονομικό προγραμματισμό. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο ότι ακριβώς αυτή την νέα νοοτροπία την ερμηνεύουν  αναλυτές σαν  έναν «νέο» τύπο ανθρώπου τον Homo Ecominicus.  Επιπροσθέτως,  να υπογραμμίσουμε πως στο μοντέλο του φορντισμού έγκειται και η σαφής διαίρεση του κόσμου σε χώρες αναπτυγμένες και υπανάπτυκτες. (Μ. Τσάμπρα επιμ. 2008 σελ 221. Η γεωγραφική επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου οικονομικής ανάπτυξης σε πολύ μεγάλο βαθμό αποτελεί και τη θεμελιώδη αιτία της ιμπεριαλιστικής δράσης και συγχρόνως δημιουργεί ζήτηση τόσο για επενδυτικά όσο και για καταναλωτικά αγαθά. Μολονότι κάλλιστα μπορεί και προκαλεί ανισορροπίες σε τομείς και περιφέρειες καθώς και κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομίας όπως και τοπικής κλίμακας υφέσεις (D. Harvey 2006 σελ 146)



3.       Η Κρίση του Μοντέλου του Φορντισμού και το Πέρασμα στην Ευέλικτη Συσσώρευση

Οι εδραιωμένες συνθήκες του μοντέλου ανάπτυξης που βασίζεται στην φορντική παραγωγή αλλάζουν, όταν οι μεγάλες πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970 επιφέρουν αναδιαρθρώσεις εξαιτίας του κύματος αποβιομηχάνισης που επέρχεται ως παρεπόμενο της δραματικής αύξησης της τιμής του πετρελαίου και την ταυτόχρονη αναπροσαρμογή προς τα άνω του κόστους παραγωγής κατά συνέπεια και των τιμών των τελικών προϊόντων και υπηρεσιών. Η αποβιομηχάνιση εκτινάσσει το δείκτη της ανεργίας και ως συνέπεια εκδηλώνεται μείωση της ζήτησης και της κατανάλωσης και τελικά οικονομίες των αναπτυγμένων χωρών του δυτικού κόσμου εισέρχονται σε κύκλο ύφεσης. Ασφαλώς, στην κρίση του φορντισμού συνέβαλαν κι άλλοι δυνητικοί  παράγοντες όπως ο κορεσμός της αγοράς, οι πιέσεις του εργατικού συνδικαλισμού, η κάμψη της παραγωγικότητας. Όλοι αυτοί επέφεραν αρνητικά αποτελέσματα στη βιομηχανική παραγωγή κι έτσι αναπόφευκτα οι δυνάμεις του συσσωρευμένου κεφαλαίου αναζήτησαν επενδυτικές ευκαιρίες σε αποκεντρωμένες μέχρι τότε αγορές. Έτσι λοιπόν, η δραματική αλλαγή που συμβαίνει στο εσωτερικό των κρατών της Δυτικής Ευρώπης στο μέγιστο βαθμό  και των Η.Π.Α. σε λιγότερο,  αναμφίβολα αποτελεί μια ιδανική σχεδόν ευκαιρία που ανοίγεται για την ξεχασμένη μέχρι τότε περιφέρεια της Νοτιοανατολικής Ασίας. Δυναμικά στο προσκήνιο επομένως έρχονται χώρες όπως η Κίνα, η Σιγκαπούρη, η Μαλαισία να προκαλέσουν τσουνάμι καταρχήν εργασιακών ανατροπών στις χώρες του «Κέντρου». Είναι συνεπώς οι διαβόητες «Τίγρεις» της Ανατολής που με αιχμή του δόρατος τις σφιχτές και περιορισμένες δημοκρατικές ελευθερίες, τις  νέες τεχνολογίες, την πληροφορική και του εξαιρετικά φιλικού - για το επιχειρηματικό κεφάλαιο – εργασιακό περιβάλλον, των μηδενικών δικαιωμάτων και της εξαιρετικά χαμηλής αμοιβής, επιτρέπουν όλοι αυτοί οι παράγοντες μαζί και  καθιστούν  την χωρική αυτή περιφέρεια ισχυρό ανταγωνιστικό παίχτη στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.

 Ο συνδυασμός της ευέλικτης τεχνολογίας με την επίσης ευέλικτη οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας παρέχει τη δυνατότητα μεγάλης προσαρμοστικότητας στις διακυμάνσεις της ζήτησης που αφορά είτε την ποσότητα είτε το είδος των προϊόντων χωρίς επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων (Μ. Τσάμπρα επιμ. 2008 σελ 225). Οι συνθήκες αυτές της διευρυμένης ευελιξίας στο ενδο-επιχειρηματικό επίπεδο επέτρεψαν στη μείωση του εργάσιμου χρόνου όπως και την ανακατανομή του όγκου της εργασίας που επέφερε αύξηση της υπο-απασχόλησης και επίσης της



ανεργίας στα κράτη του ευρωπαϊκού χώρου, και στις Η.Π.Α.  Στο βιβλίο του ο Αμερικανός συγγραφέας Jeremy Rifkin  με τίτλο το «Το τέλος της Εργασίας» τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο που πρόκειται να διαδραματίσει η νέα τεχνολογία και οι  συνέπειες θα μοιάζουν με εκείνες που γνώρισαν οι αγρότες όταν εισήχθησαν στην παραγωγή τα γεωργικά μηχανήματα, τα οποία αχρήστεψαν  την εργασία πολλών αγροτών. Επίσης, το ίδιο συνέβη και στον μεταποιητικό κλάδο όταν πραγματοποιούνταν το ιστορικό άλμα από την μανιφακτούρα στη βιομηχανία. Ο Rofkin  λοιπόν εκτιμά τη βαθμιαία απαξίωση της μαζικής εργασίας και τη δημιουργία μιας ελίτ εργαζομένων που θα διαχειρίζονται την νέα τεχνολογία.

 Ασφαλώς μια τέτοια εξέλιξη η οποία είναι παρούσα σήμερα - αν και το βιβλίο του αμερικανού συγγραφέα εκδόθηκε το 1995 – είναι μια από τις βασικές αιτίες που εκτινάσσεται ο δείκτης της ανεργίας σε πολλές χώρες και του δυτικού κόσμου. Παρά το γεγονός πως η κατάρτιση και η εξειδίκευση των ευρωπαίων, για παράδειγμα, και η προσαρμογή τους στα τεχνολογικά δεδομένα της εποχής κρίνεται ως υψηλή και συγχρόνως  παρά το γεγονός πως η έρευνα και η καινοτομία ως «εργαλεία» ανάπτυξης και απασχόλησης βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Είναι αλήθεια πάντως πως ο κοινωνικός αυτός μετασχηματισμός που συμβαίνει στην Ευρώπη κυρίως, σηματοδοτούν για τους μελετητές την «μεταβιομηχανική» ή «μετανεωτερική» κοινωνία.  Την οποία πρώτος την προσδιόρισε ο κοινωνιολόγος  Daniel Bell το 1973. Επί της ουσίας, πρόκειται για ένα νέο στάδιο αναδιάρθρωσης της παραγωγής και της επαγγελματικής δομής όπου παρατηρείται θεαματική άνοδος του «τεταρτογενή» τομέα παραγωγής μέσα όμως στον πρωτογενή , δευτερογενή και τριτογενή τομέα της οικονομικής δραστηριότητας.

  Εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια παρατηρούμε σειρά ριζικών ανακατατάξεων και καταδεικνύουν  πως αφενός δεν έχουν ολοκληρωθεί αφετέρου εξακολουθούν να προκαλούν εντάσεις αφού το εξαιρετικά χαμηλό κόστος υπηρεσιών και προϊόντων που παράγεται στις χώρες της περιφέρειας της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής όπως και των Βαλτικών χωρών και της Βαλκανικής χερσονήσου αποσταθεροποιούν την κοινωνική συνοχή και επιφέρουν μείζονα πολιτικά προβλήματα που απολήγουν στην θεσμική αμφισβήτηση του δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού  κοινοβουλευτισμού στις χώρες του αναπτυγμένου δυτικού κόσμου και κυρίως στην Ευρώπη.

Όλα δείχνουν λοιπόν πως η περίοδος αυτή της ρευστότητας δεν θα ολοκληρωθεί γρήγορα. Ο κόσμος θα ζει για μερικές δεκαετίες ακόμη στην ασάφεια και την αβεβαιότητα. Μέχρι να παγιοποιηθούν οι νέοι συσχετισμοί των οικονομικών και των πολιτικών δυνάμεων και η νέα εποχή να πάρει ένα τελικό χαρακτήρα. Εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες ο «Κεϋνσιανισμός» ως οικονομική θεωρητική αντίληψη δέχτηκε αρκετά «ραπίσματα» κι αμφισβητήθηκε εντόνως κατόπιν της κατάρρευσης των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού από τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού. Ιδιαίτερα δε οι επικρίσεις τους αφορούσαν την αδυναμία του  να εκφράσει μια πολιτική αντιμετώπισης των οικονομικών προβλημάτων. Διανύουμε ήδη επομένως τρεις δεκαετίες που το παγκόσμιο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα προσαρμόζεται κι ευθυγραμμίζεται σύμφωνα με την παγκόσμια κυριαρχία των Αγορών.(Α. Ανδριανόπουλος 1996 σελ 23).  



4.        Περιφερειακές Γεωγραφικές Ανισότητες Εντείνουν τον Ανταγωνισμό.

Εκείνο που χρήζει επισήμανσης είναι πως η νέα κρίση που σαφώς έπαιρνε παγκόσμια χαρακτηριστικά δεν επηρέασε με την ίδια ένταση τις χώρες εκείνες που λειτουργούσαν στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Όπως ήταν φυσικό οι φτωχές και αδύναμες χώρες είτε εξαιτίας της γεωφυσικής θέσης τους είτε λόγω των καθυστερημένων ρυθμών ανάπτυξης επιδείνωσαν τις ούτως ή άλλως εμφανείς ανισότητες μεταξύ τους. Οι άνισες γεωγραφικές συνθήκες δεν προκύπτουν αποκλειστικά και μόνο από την επάρκεια ή και αυτάρκεια σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους, πόροι δηλαδή που είναι άνισα κατανεμημένοι αλλά κυρίως από το γεγονός ότι παράγονται από τους άνισους τρόπους με τους οποίους ο πλούτος και η ισχύς συγκεντρώνονται σε ορισμένα μέρη λόγω των ασύμμετρων σχέσεων ανταλλαγής (D. Harvey 2006 σελ 61).

Προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης  και της γεφύρωσης της οφθαλμοφανής ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης εντός των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Ε.Ο.Κ.)  στόχευαν τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (Μ.Ο.Π. )όπως και τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (Κ.Π.Σ.). Με τις χρηματοδοτήσεις  αυτές οι οποίες αποτίνονταν στις φτωχές αγροτικές περιφέρειες του Νότου ( Ελλάδα – Νότια Ιταλία – Ισπανία – Πορτογαλία – Νότια Γαλλία) πρωτίστως και στη συνέχεια μαζί με τα στάδια της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα ανατολικά και τη ένταξη νέων κρατών από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη  όπως και την Βόρεια Βαλκανική παρέχονταν η ευκαιρία για την επίτευξη της κοινοτικής – κοινωνικής – συνοχής εντός της Ε.Ε. των 27 κρατών μελών. Είναι αλήθεια πως η πολιτική ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θεωρούσε πως πράγματι η συνοχή αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για την Ευρώπη του 21ου αιώνα( Π. Σκλιάς επιμ 2008 σελ 199).  Μετά κιόλας την ψήφιση από τα επιμέρους εθνικά κοινοβούλια ή σε κάποιες χώρες με δημοψηφίσματα της συνθήκης Σένγκεν με την οποία ουσιαστικά τα γεωγραφικά σύνορα της Ένωσης εξαλείφονται κρίθηκε ως απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση ο βαθμιαίος περιορισμός των κοινωνικών ανισοτήτων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες άμβλυνσης των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών στην Ε.Ε. των 27 μελών πλέον αναπτύσσονται ανισότητες μεταξύ υπο-περιφερειών εντός της Ευρώπης με κριτήρια αμιγώς οικονομικά. Αυτό συμβαίνει επειδή η Ε.Ε. καταρχάς στερείται ενιαίας πολιτικής έκφρασης και συνεπώς οι εθνικισμοί ως αιτία ή κι ως αποτέλεσμα των έντονων οικονομικών ανταγωνισμών συμβάλλουν δυναμικά στην μεγέθυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Ενδεικτικό του χάσματος που σοβεί ανάμεσα στις εύρωστες περιφέρειες της Δυτικής Ευρώπης και τις υπόλοιπες αναφορικά με την αξιοποίηση της γνώσης και της τεχνολογίας είναι πως από τις 213 περιφέρειες στην Ε.Ε. οι 8 συγκεντρώνουν το 25% των συνολικών δαπανών που πραγματοποιούνται στους  δυναμικούς τομείς της έρευνας και της τεχνολογίας και μόνο 31 το ήμισυ αυτών των δαπανών (Π. Σκλιάς επιμ 2008 σελ 201). 



5.        Ποιες Εξελίξεις Φέρνει η Αναδιάρθρωση της Παγκόσμιας Οικονομίας

Τα τελευταία τουλάχιστον 30 χρόνια οι αναδιαρθρώσεις της παγκόσμιας οικονομίας μεταλλάσουν τα οικονομικά μοντέλα ανάπτυξης των χωρών ενώ παράλληλα διαμορφώνουν καινούργιες συνθήκες εργασίας καθώς οι δομές του μεταπολεμικού εργασιακού κι εν γένει οικονομικού συστήματος σαρώνονται από την δυναμική επίδραση που ασκούν οι Αγορές του χρηματοπιστωτικού κυρίως κεφαλαίου καθώς ο ραγδαία αναπτυσσόμενος κλάδος της πληροφορικής καταργεί κάθε είδους σύνορο και φραγμό με αποτέλεσμα να ισχύουν  οι ταχύτατες μεταφορές τεράστιων κεφαλαίων προκαλώντας  κρίσεις επάλληλες και πυκνές, καθώς τα συσσωρευμένα κεφάλαια αναζητούν νέες επενδυτικές ευκαιρίες.  Ωστόσο πρέπει να κατανοήσουμε πως στον καπιταλισμό πιθανοί φραγμοί στην κυκλοφορία του κεφαλαίου μπορεί να προκληθεί κρίση. Σε μια τέτοια περίπτωση η ανάπτυξη διακόπτεται και τότε μοιραίως επέρχεται μια κατάσταση υπερβολικής συσσώρευσης κεφαλαίου. Εάν η ανάπτυξη δεν ανανήψει σύντομα το συσσωρευμένο κεφάλαιο αναγκαστικά υποτιμάται η ακόμη και  καταστρέφεται (D. Harvey , 2011 σελ 55).

Εύλογη συνέπεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης αλλά και των κρίσεων που συμβαίνουν εντός του συστήματος αυτού  η διεύρυνση του χάσματος, ανάμεσα σε γεωγραφικές περιφέρειες και χώρες. Συγχρόνως η απελευθέρωση των κεφαλαιακών ροών επιτρέπει και παρωθεί στην απρόσκοπτη μετακίνηση εργαζομένων. Πάντως οι υποδομές όπως και η ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος αναμφίβολα αποτελούν βασικά κριτήρια για την άφιξη επενδύσεων στην περιφέρεια.   Παρακολουθούμε το boom στις αγορές κεφαλαίου να συμβαίνει σε γρήγορα αναπτυσσόμενες χωρικές περιφέρειες όπως αυτή της Νότιας και Ανατολικής Ασίας οι οποίες υποδέχονται τις βιομηχανικές επενδύσεις και τις  νέες τεχνολογίες την ώρα που μαζικά κεφάλαια αποχαιρετούν αναπτυγμένες χώρες. Η παραγωγή επομένως αποκεντρώνεται από τις παραδοσιακές «φορντικές» βιομηχανικές περιφέρειες όπου εξαιτίας του καθεστώτος της ευέλικτης συσσώρευσης αξιοποιείται η αγορά και το πολυάριθμο εργατικό δυναμικό τους. Στην εποχή μας ο ανταγωνισμός είτε χωρικός είτε περιφερειακός επιφέρει ανατροπές στις οικονομίες οι οποίες αναστατώνουν τις κοινωνικές ομάδες ειδικά των εργαζομένων . Η  συσσώρευση κεφαλαίων μέσω της αφαίρεσης πολύτιμων πόρων από άλλους εξακολουθεί να προκαλεί στην ιστορία του καπιταλισμού και στον 21ο αιώνα  πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες και να  δημιουργεί ευρείες  ζώνες  αντίστασης.  Πολλοί απ  αυτούς τους αγώνες εντάσσονται πλέον στο μαζικό και πολύχρωμο κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. (D. Harvey 2006 σελ 164)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδριανόπουλος Α. : Μετά το Μέλλον 1996 εκδόσεις LIBRO

Σκλιάς Π. : Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός, επιμ. Εκδόσεις Ε.Α.Π. Πάτρα 2008

Τσάμπρα Μ.: Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός, επιμ. Εκδόσεις Ε.Α.Π. Πάτρα 2008

 Harvey D.: Ο Νέος Ιμπεριαλισμός εκδόσεις Καστανιώτη Αθήνα 2006

Harvey D. :  Το Αίνιγμα του Κεφαλαίου Και οι Κρίσεις του Καπιταλισμού εκδόσεις Καστανιώτη Αθήνα 2011










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου