Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός

Ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός ήταν το στρατιωτικό παρακλάδι του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου κατά τη Γερμανοϊταλική κατοχή της Ελλάδας. Ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1941 από τον Άρη Βελουχιώτη και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη και μαζικότερη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.


Η δομή του ΕΛΑΣ

Ο ΕΛΑΣ αποτελούσε εθελοντικό αντάρτικο στράτο με τριμελή διοίκηση (Καπετάνιος, Στρατιωτικός, Πολιτικός). Ο "καπετάνιος" ήταν ο αρχηγός των ανταρτών, ενώ αναλάμβανε επίσης τις επαφές με τον πληθυσμό, την επιμελητεία και τη στρατολογία. Ο "στρατιωτικός" ήταν ο αρμόδιος για το σχεδιασμό και τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ενώ ο "πολιτικός" ήταν ο αντιπρόσωπος του ΕΑΜ, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη τήρηση και τη διάδοση των σκοπών της οργάνωσης στους αντάρτες και στον πληθυσμό του χώρου δράσης.


Η πορεία του ΕΛΑΣ

Τη διοίκηση του ΕΛΑΣ ασκούσε απευθείας η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ ως τη συγκρότηση Γενικού Στρατηγείου (Μάιος 1943) με τριμελή διοίκηση από τους: στρατηγό Στέφανο Σαράφη ως στρατιωτικό αρχηγό, Άρη Βελουχιώτη ως αρχηγό των ανταρτών (“καπετάνιο”) και Βασίλη Σαμαρινιώτη (Ανδρέα Τζήμα), ως πολιτικό καθοδηγητή. Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ τοποθετή­θηκε με την ίδια απόφαση ο στρατηγός Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Στο Γενικό Στρατηγείο υπάγονταν τα στρατηγεία Μακεδονίας και Θεσσαλίας και τα Γενικά Αρχηγεία Ηπείρου και Ρούμελης. Το Γενικό Αρχηγείο Πελοποννήσου εξακολούθησε να υπάγεται απευθείας στην Κεντρική Επιτροπή, όπως και ο ΕΛΑΣ της Αθή­νας. Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ ήταν οργανωμένος επίσης κατά αρχηγεία και υπαρχηγεία, υπαγόταν στις περιφερειακές οργανώσεις του ΕΑΜ και μόνο σε περίπτωση ανάγκης μετείχε σε επιχειρήσεις του τα­κτικού ΕΛΑΣ. Παράλληλα και σε άμεση συνεργασία με τον ΕΛΑΣ των βουνών δρούσε και η ναυτική δύναμη ΕΛΑΝ (Ελλη­νικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό). Προς το τέλος της κατο­χής, ο ΕΛΑΣ συγκρότησε την Εθνική Πολιτοφυλακή (ΕΠ). Σύμ­φωνα με στοιχεία που δίνει ο στρατηγός Σαράφης στο βιβλίο του Ο ΕΛΑΣ, οι ένοπλες δυνάμεις που υπάγονταν στο Γενικό Στρατη­γείο αριθμούσαν το καλοκαίρι του 1943 γύρω στους 10.000 άν­δρες, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1944 η συνολική δύναμη του ΕΛΑΣ ήταν 48.940 αξιωματικοί και οπλίτες (δεν συμπεριλαμβάνονται ο ΕΛΑΣ Αθήνας, Σάμου και Μυτιλήνης). Στα τέλη του Ιουλίου 1943 συνήλθε το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, στην έδρα του Γενικού Στρατηγείου στο Περτούλι Θεσσαλίας (Τρίκαλα), που αποφάσισε τη μετατροπή του ΕΛΑΣ από ανταρτικό σε τακτικό στρατό και τη μετονομασία των στρατηγείων και γενικών αρχη­γείων σε μεραρχίες και των αρχηγείων σε συντάγματα. Η διοί­κηση σε όλη την κλίμακα παρέμεινε τριμελής.

Μηδαμινός υπήρξε ο συντονισμός της εξόριστης κυβέρνησης και των αντιστασιακών δυνάμεων στην κατεχόμενη Ελλάδα. Στους κύκλους της εξόριστης κυβέρνησης αρκετοί καταδίκαζαν την ένοπλη αντίσταση στην Ελλάδα, λόγω των βάρβαρων αντιποίνων που επέβαλαν οι αρχές Κατοχής και στρέφονταν κατά άμαχων και αθώων πολιτών. Πράγματι, το 1942 υπήρξε έξαρση των ένοπλων αντιστασιακών πράξεων και ειδικά των δολιοφθορών. Οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι για κάθε νεκρό Γερμανό θα εκτελούσαν 50 Έλληνες. Πολλά χωριά εξολοθρεύτηκαν.

Η εφαρμογή άρχισε από την 1η Σεπτεμβρίου 1943. Στις 5 Ιουλίου 1943 ο ΕΛΑΣ υπέ­γραψε συμφωνητικό με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής ΣΜΑ (εκπροσωπούμενο από τον αρχηγό της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στα ελληνικά βουνά ταξίαρχο Εντυ Μάγιερς), στο οποίο υπάγονταν ήδη όλες οι ανταρτικές οργανώσεις (ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ), με την κοινή ονομασία "Εθνικαί Αντάρτικαί Ομάδαι Ελλάδος". Κατά το συμφωνητικό, η Ελλάδα χωριζόταν σε στρα­τιωτικές περιφέρειες υπό τις διαταγές του ΣΜΑ. Στις 29 Ιουλίου 1943 ιδρύθηκε κοινό Γενικό Στρατηγείο ΕΛΑΣ- ΕΔΕΣ στο οποίο προσχώρησε και η ΕΚΚΑ. Οι κυρίως στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ (που περιορίζονταν αρχικά σε παρενοχλήσεις, δολιο­φθορές κ.λ.π.) άρχισαν με την κορυφαία αντιστασιακή επιχεί­ρηση της γέφυρας του Γοργοποτάμου στις 25 Νοεμβρίου 1942 που εκτελέστηκε με συνεργασία δυνάμεων ΕΔΕΣ, ΕΛΑΣ και με τη βοήθεια Βρετανών σαμποτέρ. Από τις πιο αξιομνημόνευτες επιχειρήσεις του στη διάρκεια της κατοχής είναι η ανατίναξη της σιδηροδρομικής σήραγγας στο Κούρνοβο Φθιώτιδας (2 Ιουνίου 1943), η μάχη του Φαρδύκαμπου απο κοινού με την ΠΑΟ, οι επιχειρήσεις του θεσσαλικού κάμπου, που αναφέρονται συνοπτικά ως μάχη της σοδειάς για την αποτροπή αρπαγής της αγροτικής παραγωγής από τους κατα­κτητές, και οι επιχειρήσεις παραπλάνησης των Γερμανών σχετικά με την περιοχή της αναμενόμενης συμμαχικής απόβασης στην Ευρώπη, για τις οποίες απέσπασε συγχαρητήρια του ΣΜΑ (15 Ιουλίου 1943). Με την κατάρρευση της Ιταλίας (9 Σεπτεμβρίου 1943), στον ΕΛΑΣ προσχώρησαν σημαντικά τμήματα των ιταλι­κών στρατευμάτων με τον οπλισμό τους, μεταξύ των οποίων η μεραρχία Πινερόλο. Στη διάρκειά της κατοχής σημειώθηκαν αλλεπάλληλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ. Με τη συμφωνία της Καζέρτας (26 Σεπτεμβρίου 1944), η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, που προήλθε από τη Συμφωνία του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944), έθεσε τον ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Σκόμπυ, ο οποίος ορίστηκε διοικητής όλων των ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα. Ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ μετά την απελευθέρωση αποτέλεσε το επίμαχο ζήτημα που οδήγησε στη σύγκρουση του Δεκεμβρίου 1944 (Δεκεμβριανά).

Στις αρχές Δεκεμβρίου, μέσα σε μια ατμόσφαιρα δηλητηριασμένη από την ένταση και την αμοιβαία καχυποψία, το ΕΑΜ κάλεσε τους Αθηναίους σε γενική απεργία και σε διαδήλωση στην πλατεία Συντάγματος. Στόχος ήταν η έκφραση διαφωνίας με τους χειρισμούς του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης στις 4 Δεκεμβρίου 1944, η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά του πλήθους. Ακολούθησαν 33 ημέρες μάχης ανάμεσα στα κυβερνητικά στρατεύματα (Ορεινή Ταξιαρχία και Ιερός Λόχος) και τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις από τη μια πλευρά, και ΕΛΑΣίτες της Αθήνας από την άλλη. Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν μερικώς και έξω από το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας (μάχες του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ στην Ήπειρο και με τις δυνάμεις του Αντών Τσαούς στην Ανατολική Μακεδονία και έγινε σε όλους σαφές ότι οι συγκρούσεις θα γενικεύονταν αργά ή γρήγορα σε μεγαλύτερο βαθμό. Η Μάχη της Αθήνας προκάλεσε την καταστροφή αρκετών περιοχών της πόλης και το θάνατο 11.000 ανθρώπων, κυρίως ΕΑΜιτών και ΕΛΑΣιτών. Όταν, τα Χριστούγεννα του 1944, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Τσώρτσιλ επισκέφθηκε την Αθήνα, για να εξετάσει από κοντά την κατάσταση, διαμόρφωσε, μεταξύ άλλων, την άποψη ότι θα έπρεπε να επιλυθεί το πολιτειακό ζήτημα, και μάλιστα το ταχύτερο δυνατόν. Υποχωρώντας στην πίεση των Βρετανών που επιθυμούσαν τη βελτίωση της εικόνας του Έλληνα μονάρχη, ο βασιλιάς Γεώργιος διόρισε αντιβασιλέα τον σεβαστό ως τότε Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, μέχρι να διενεργηθεί δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Επίσης με υπόδειξη των Βρετανών, σε μια κίνηση που αποσκοπούσε τον κατευνασμό της αντίπαλης παράταξης, ο βασιλιάς Γεώργιος αντικατέστησε τον Γεώργιο Παπανδρέου με τον παλιό βενιζελικό και ιδρυτή του ΕΔΕΣ Στρατηγό Πλαστήρα.


Τον Φεβρουάριο του 1945 αποκαταστάθηκε μια επιφανειακή ηρεμία. Η κυβέρνηση και ο ΕΛΑΣ υπέγραψαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Με αυτήν προβλεπόταν ότι θα γινόταν πλήρης αφοπλισμός του ΕΛΑΣ με αντάλλαγμα ευρεία αμνηστία, διασφάλιση της ελευθερίας του λόγου, άρση του στρατιωτικού νόμου, αμνηστία για όλα τα "πολιτικά εγκλήματα" και προκήρυξη δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα (αβασίλευτη ή βασιλευόμενη δημοκρατία). Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας και η υλοποίηση του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ εγκαινίασε ό,τι η Αριστερά ονόμασε Λευκή Τρομοκρατία. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και οι δυνάμεις ασφαλείας, αντί να καταδιώξουν τους συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών, για τα επόμενα δύο χρόνια και με βοήθεια από ένοπλες αντικομμουνιστικές ομάδες, εξακολούθησαν το έργο των Ταγμάτων Ασφαλείας των κατοχικών κυβερνήσεων: τη δίωξη των κομμουνιστών και όσων αντιστασιακών είχαν δεσμούς με αυτούς. Σειρά από μέτρα, με σημαντικότερο ίσως τη μετακίνηση ορεινών πληθυσμών από τις κατοικίες τους σε μεγάλα αστικά κέντρα, απομόνωσαν τα μέλη του ΚΚΕ και όσους συνεργάζονταν μαζί τους από την υποστήριξη που θα μπορούσαν να βρουν από τους ορεινούς αγροτικούς πληθυσμούς. Στις πόλεις οι έφοδοι κατά των σπιτιών των διωκόμενων αλλά και κατά των οικογενειών τους και των φίλων τους, απομόνωσαν μεγάλο μέρος των αντιστασιακών, που συνελήφθησαν από τις αρχές ασφαλείας. Τα μέτρα αυτά συμπλήρωναν ένας οξύς πόλεμος προπαγάνδας. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης μεταβλήθηκε, και υποστήριξε τους αντικομμουνιστές. Το ΚΚΕ, χωρίς καμία βοήθεια από τον Στάλιν και τα φιλικά προς αυτόν καθεστώτα της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, δεν μπορούσε να αντιταχθεί αποτελεσματικά σε αυτόν τον καταιγισμό. Μέλη της αντίστασης κατά των κατοχικών δυνάμεων στην περίοδο 1941-1944 συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν, δικαστές και μέλη του μηχανισμού διοίκησης της ΠΕΕΑ φυλακίζονταν, επειδή δεν αντιπροσώπευαν νομίμως την κυβέρνηση που έφθασε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς. Δεξιές παραστρατιωτικές ομάδες διεξήγαγαν με την ανοχή της κυβέρνησης των Αθηνών εκστρατεία τρομοκράτησης και δολοφονιών κατά των αριστερών Ελλήνων. Για να σωθούν, κομμουνιστές και μη κομμουνιστές μέλη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ πέρασαν στην παρανομία. Μια σειρά πολιτικά αδύναμων κυβερνήσεων απέτυχαν, ακόμη και όταν το επεχείρησαν, να ελέγξουν την αυξανόμενη βία των παρακρατικών. Η χώρα κατρακυλούσε σε μια νέα περίοδο πολέμου, την ώρα που στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες άρχιζε βραδέως αλλά σταθερά το έργο της ανασυγκρότησης από τα ερείπια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου