Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Kέντρο της Φιλικής Eταιρείας

Γράφει η ΑIKΑTEPINH KOYMΑPIΑNOY

OTaN O KOPaHΣ εκφωνούσε τα Χριστούγεννα του 1802, στο Παρίσι, στη συνάθροιση της Societe des Observateors de l' homme, τη βαρυσήμαντη ομιλία του, αποφασισμένος να παρουσιάσει σε ένα πολύ εκλεκτό ακροατήριο την κατάσταση του πολιτισμού στην Ελλάδα, κατέγραφε με επιμονή τα επιτεύγματα, όσα είχαν ήδη πραγματοποιηθεί από τους Ελληνες σε πλείστους τομείς, την οικονομία, την παιδεία, την κοινωνία, τα οποία απεδείκνυαν την ετοιμότητα τους να αναλάβουν τον αγώνα για την αποτίναξη του ζυγού.

Φθάνοντας στο τέλος της ομιλίας του, σε μια δραματική αποστροφή προς την Πατρίδα, δηλώνει με τρόπο κατηγορηματικό πως αν η Ελλάδα, όπως όλα δείχνουν, έχει φθάσει σε βαθμό ωριμότητας, και είναι έτοιμη πλέον να προχωρήσει προς τη διεκδίκηση και κατάκτηση της ελευθερίας, αυτό το έχει πραγματοποιήσει «sans secoors etranger». Σε επιστολή του εξάλλου, με ημερομηνία 13 Ιανουαρίου 1803, προς τον φίλο του Αλέξανδρο Βασιλείου, του επισημαίνει το μέρος της ομιλίας του όπου ανέπτυξε ακριβώς αυτή την θέση, ότι δηλαδή οι Ελληνες «χωρίς εξωτερικής βοηθείας» έχουν επιτύχει την εισαγωγή στην Ελλάδα των «φώτων», διεργασία χάρη στην οποία θα προσεγγίσουν με επιτυχία τον απώτερο στόχο τους τη χειραφέτηση του έθνους με ύστατη επιδίωξη την απελευθέρωση.

Ατομο που διαμόρφωσε τις πολιτικές του θεωρίες μέσα από την επαναστατική προσέγγιση των πολιτικών φαινομένων, όπως τα εβίωσε κατά την περίοδο της γαλλικής επανάστασης αλλά και με οδηγό τις αναγνώσεις Ελλήνων κλασσικών και Eυρωπαίων διανοητών, άτομο που θωράκισε την πολιτική του συνείδηση μέσα στα πλαίσια νεωτερικών πολτικών αντιλήψεων, ο Κοραής είχε σπεύσει να θέσει από ενωρίς, ενώπιον ξένων και Ελλήνων, το θέμα του τρόπου με τον οποίο το έθνος έπρεπε να διαχειρισθεί την υπόθεση της χειραφέτησης και της απελευθέρωσης.

Αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια, μαζί με θεωρητικές θέσεις και πολιτικούς προβληματισμούς, διακρίνουν τον κοραϊκό λόγο, συνηγορώντας στην πρόταξη αυτών των νεωτερικών παρεμβάσεων.

Tρεις φίλοι


Μία δεκαετία περίπου αργότερα, γύρω στα 1813-14, οι τρεις φίλοι, ιδρυτές της «Φιλικής Εταιρείας», έθεταν στο ιδρυτικό Καταστατικό της τον όρο ότι «η εθνική αποκατάσταση» δεν μπορούσε παρά να αποτελέσει μέριμνα και έργο μόνο των Ελλήνων. Με αυτό το σκεπτικό θεωρήθηκε η ελληνική επανάσταση «ζήτημα ελληνικού ενδιαφέροντος και ελληνικής ευθύνης και όχι, όπως συνέβαινε παλαιότερα, ένα ζήτημα που θα λυνόταν στο πλαίσιο μιάς απελευθερωτικής-επεκτατικής δραστηριότητας κάποιας μεγάλης ευρωπαικής δύναμης» (Β. Παναγιωτόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 3ος, 9).

Στις παραμονές της Ελληνικής Eπανάστασης, στη Συνέλευση του Ισμαηλίου, στην οποία συμμετείχαν, εκτός από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, οι δύο αρχηγοί, Εμμανουήλ Ξάνθος και Γρηγόριος Δικαίος (ο Παπαφλέσσας) και πολλά μέλη της «Φιλικής Εταιρείας», εκδόθηκε στο τέλος των διαβουλεύσεων η Προκήρυξη του πρώτου (8/10/1820), στην οποία τονιζόταν «ο αυτοδύναμος χαρακτήρας της εξέγερσης» και «η αποδέσμευση του Αγώνα από την προστασία μιας άμεσης στρατιωτικής συνδρομής της Ρωσίας». Χαρακτηριστική η αποστροφή προς τους ομογενείς, ότι «ποτέ ξένος δεν βοηθεί ξένον χωρίς μεγαλώτατα κέρδη». (Αρχείο Ξάνθου, 2000, 181-182) (Β. Παναγιωτόπουλος, όπ.π., 30).

Τρία, άκρως ενδιαφέροντα κείμενα όπου βρίσκονται διατυπωμένες κοινές βεβαιότητες για τον εύθετο πλέον χρόνο της επαναστατικής δράσης, ενώ συνάμα υποβάλλεται στην κρίση του έθνους η στρατηγική σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η επιτυχία των στόχων και μαζί η διαφύλαξη της εθνικής αξιοπρέπειας.

Τρεις συγκλίνουσες, αν και από διαφορετική σκοπιά η κάθε μία, απόψεις προερχόμενες από πρόσωπα με διαφορετική προέλευση, παιδεία, απασχόληση, εκφράζουν εντούτοις τον κοινό προβληματισμό που επικρατεί σε πολλά περιβάλλοντα αυτά τα χρόνια των ζυμώσεων. Ο Κοραής, οι Φιλικοί, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης φροντίζουν έγκαιρα να οριοθετήσουν τις ελληνικές θέσεις σχετικά με το ελληνικό πρόβλημα, να καθορίσουν εξαρχής τις σχέσεις του έθνους με τους ξένους, μακριά από κάθε εξάρτηση. Οι εξελίξεις, όσες πιστοποιούνται στις σχέσεις του Eλληνισμού με τους ξένους, στη διάρκεια του Αγώνα αλλά και ιδίως μεταγενεστέρως, ήρθαν να δικαιώσουν τους εκφραστές αυτών των σκέψεων.

aξιωματικός του ρωσικού στρατού, υπασπιστής του Tσάρου και γόνος λαμπρής ελληνικής οικογένειας, ο aλέξανδρος Yψηλάντης (προσωπογραφία του Διονυσίου Tσόκου), αποδεχόμενος τον aπρίλιο του 1820 την επίσημη αρχηγία της Φιλικής Eταιρείας, της προσέδωσε κύρος.

Στα πλαίσια της επεκτατικής πολιτικής της προς το Αρχιπέλαγος και την Μεσόγειο, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄, διορατική και ρεαλίστρια ηγέτις, ιδρύει, με αυτοκρατορικό διάταγμα, το 1794, μια καινούργια πόλη, την Οδησσό, επάνω στα ερείπια του παλαιού τουρκικού φρουρίου Χατζήμπεη. «Επιθυμούσα να αναπτύξω το ρωσικόν εμπόριον», σημείωνε η Αικατερίνη στο σχετικό διάταγμα, «και να επεκτείνω τούτο επί της Μαύρης Θαλάσσης, έκρινα σκόπιμον, λαμβάνουσα υπ' όψιν και την έξοχον θέσιν της κώμης Χατζήμπεη και τα εκ ταύτης απορρέοντα πλεονεκτήματα, να ιδρύσω εκεί τον εμπορικόν και πολεμικόν λιμένα».

Eνα άλλο διάταγμα της Αικατερίνης, διατυπωμένο στο πνεύμα του «ελληνικού σχεδίου» της, καλεί τους Ελληνες να εγκατασταθούν στον καινούργιο οικισμό. Η μετανάστευση Ελλήνων, σε περιοχές της Νότιας Ρωσίας, που είχε ήδη πραγματοποιηθεί σε αυξημένη κλίμακα ιδίως στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα ως συνέπεια και αποτέλεσμα των ρωσοτουρκικών πολέμων (1768-1774) και (1788-1792), επιβεβαιώνεται τώρα με την ίδρυση του νέου οικιστικού συμπλέγματος. Οι Ελληνες σπεύδουν να εγκατασταθούν σ' αυτό το κομβικό σημείο της Μαύρης Θάλασσας, ολίγοι στην αρχή, αθρόοι με την πάροδο του χρόνου. Εργαζόμενοι με επιμονή και αφοσίωση πραγματοποιούν σημαντικά επιτεύγματα σ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, κάνοντας ιδιαιτέρως αισθητή την παρουσία τους στην οικονομική, την κοινωνική, την πολιτισμική ζωή της Οδησσού.

Ελληνικοί εμπορικοί οίκοι, νεωτερικά συστήματα που εφαρμόσθηκαν στην οικονομία («Γραικορωσική Συντροφία των Ασφαλιστών», «Εμπορική Κάσσα της Οδέσσης»), εκπαιδευτικά ιδρύματα με την εφαρμογή νεωτερικών προγραμμάτων, η δημιουργία θεατρικών παραστάσεων, κατέστησαν γρήγορα την πόλη της Οδησσού ιδιαιτέρως σημαντικό κέντρο του Eλληνισμού, στην προεπαναστατική εικοσαετία.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, ο Νικόλαος Σκουφάς (Κομπότι, Αρτας 1779- Κωνσταντινούπολη 1818), ο Εμμανουήλ Ξάνθος (Πάτμος 1772-Αθήνα 1851), ο Αθανάσιος Τσακάλωφ (Γιάννενα 1788-Μόσχα 1851), ο Παναγιώτης Σέκερης αργότερα συγκρότησαν την επαναστατική τους οργάνωση στην Οδησσό.

Μαζί με άλλα πλεονεκτήματα, όσα εχαρακτήριζαν τη σύνθεση της ελληνικής κοινότητας της Οδησσού ευνοώντας την αναπτυξη και επαναστατικών, μυστικών δραστηριοτήτων, θα πρέπει νά επισημανθεί η δεσπόζουσα γεωγραφική της θέση διότι έδινε στους ιδρυτές και στα μέλη της τη δυνατότητα άμεσης και, κατά τεκμήριο τουλάχιστον, εύκολης επικοινωνίας σε έναν ευρύτατο γεωγραφικό χώρο... Επικοινωνίας με τις ελληνικές παροικίες της Ρωσίας και Ουκρανίας, με τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αλλά και με την Αυστρία και τη Δυτική Ευρώπη, με τον κόσμο της ελληνικής διασποράς, έναν κόσμο που βρισκόταν ήδη σε εγρήγορση πνευματική και πολιτική. Η ίδρυση άλλωστε Εταιρειών με προφανείς στόχους την καλλιέργεια των γραμμάτων και της παιδείας, αλλά και με άλλους που απέβλεπαν σε σκοπούς εθνικοαπελευθερωτικούς, συνιστά την περίοδο αυτή επίμονη, συνεχή μέριμνα του Eλληνισμού.

Ας σημειωθεί ότι πριν ακόμη από την ίδρυση της Εταιρείας με τον τίτλο «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον» (Παρίσι 1809, από τον Γρηγόριο Ζαλίκογλου), από την οποία, με όσα ολίγα γνωρίζουμε, δεν φαίνεται να έλειψαν συνάφειες με τον τεκτονισμό και τη γαλλική διπλωματία, μαρτυρείται και η δημιουργία Εταιρειών στα Ιόνια Nησιά, ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα: η «Φιλολογική Εταιρεία» (Κέρκυρα, 1802), ο «Εθνικός Ιατρικός Σύλλογος» το ίδιο έτος επίσης στην Κέρκυρα με πρωτοβουλία του «ιατρού Ι.Α. Καποδίστρια», η «Ιονική Ακαδημία» (Κέρκυρα, 1807). Για όλες υπάρχουν ενδείξεις πειστικές για διασυνδέσεις με τη γαλλική διπλωματία και τη γαλλική πολιτική. Ενδιαφέρον στοιχείο και η παρουσία σε όλες του Ι. Καποδίστρια.

Στα πλαίσια του ανανεωμένου εκπαιδευτικού προγράμματος, το οποίο πραγματοποιήθηκε με την έμπνευση και στήριξη του μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιου, ιδρύεται στο Βουκουρέστι, στα 1810, «Φιλολογική Εταιρεία», με ισότιμη συμμετοχή Ελλήνων και Δακών. Εκπαιδευτικός σχεδιασμός και «Φιλολογική Εταιρεία» ενισχύονται και οικονομικά από τη ρωσική παρουσία στον χώρο των Ηγεμονιών σ' αυτά τα χρόνια.

Θα ακολουθήσει το 1813 η ίδρυση στην Αθήνα της «Φιλομούσου Εταιρείας Αθηνών», της οποίας βασική επιδίωξη στάθηκε η διαφύλαξη της προγονικής κληρονομιάς και η διάσωση των αρχαιολογικών θησαυρών. Η έντονη, εντούτοις, παρουσία του αγγλικού στοιχείου μεταξύ των μελών της μπορεί να οδηγεί με βεβαιότητα στο συμπέρασμα για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της αγγλικής διπλωματίας την περίοδο αυτή για τον ελληνικό χώρο. Η ίδρυση, εξάλλου, της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης (1814), με πρωτοβουλία του Ι. Καποδίστρια, με χορηγία οικονομική και του Τσάρου, σίγουρα λειτούργησε με βασικό στόχο την εκπαίδευση των νέων Ελλήνων, αλλά παράλληλα και ως ρωσικός αντιπερισπασμός απέναντι στην ισχυρή αγγλική παρουσία στη «Φιλόμουσο Αθηνών».

Εταιρείες όλες με, πολιτισμικές, κατά κύριο λόγο, επιδιώξεις, σύμφωνα με τα προγράμματά τους, οι οποίες δεν στερούνται εντούτοις πολιτικών βλέψεων και επιδιώξεων. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη τη σύνθεση των μελών τους με ισχυρή την παρουσία πλείστων αλλοδαπών, δεν θα δυσκολευτούμε να ανιχνεύσουμε και τις υπαρκτές πολιτικές σκοπιμότητες, σε μία περίοδο ιδίως κατά την οποία ο ανταγωνισμός των ξένων Δυνάμεων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι ισχυρός. Είναι προφανές πως οι «φιλολογικές» εταιρείες συνιστούν το μέσον για να καλλιεργούνται τα γράμματα και η παιδεία, αλλά συνάμα και για να διοχετεύονται σε ελληνικά περιβάλλοντα στόχοι πολιτικοί, στόχοι εθνικοαπελευθερωτικοί. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία όχι με τις ίδιες ακριβώς προθέσεις και προϋποθέσεις, ή με τους ίδιους προβληματισμούς, θα δημιουργηθεί το έτος 1813, στην Οδησσό, η «Φιλική Εταιρεία» από τους τρεις συντρόφους.

O οργανισμός της Eταιρείας

Τα πρώτα χρόνια της «Φιλικής Εταιρείας» πέρασαν με αρκετές δυσκολίες, τόσο -και ιδίως- οργανωτικές, όσο οικονομικές. Ωστόσο οι εμπνευστές της δεν αποθαρρύνονται και εργάζονται προσπαθώντας να συστηματοποιήσουν την οργανωτική της δομή και να προσελκύσουν, να κατηχήσουν καινούργια μέλη. Eνα ακόμη πρόβλημα που τους απασχολούσε ήταν η επιλογή του προσώπου που θα αναλάμβανε την αρχηγία της οργάνωσης ενώ μέλημά τους υπήρξε επίσης -εκτός από την προσήλωση των μελών στους σκοπούς της- η μυστικότητα, αναγκαία για την αποτροπή πολλών κινδύνων. Ακολουθώντας το παράδειγμα αναλόγων μυστικών Εταιρειών της Δυτικής Ευρώπης, μιμούμενοι πρότυπα και των τεκτονικών οργανώσεων, συγκρότησαν τον Οργανισμό της Εταιρείας, σύμφωνα με τον οποίο επραγματοποιείτο η μύηση και η εισδοχή των νέων μελών. Ο Ορκος, τον οποίο έδιναν οι κατηχούμενοι, σε ένα επίσημο τελετουργικό, καθιέρωνε την ιδιότητα του μέλους.

Στα χρόνια μεταξύ 1816-1819, οι εμπνευστές της Εταιρείας δραστηριοποιήθηκαν με σκοπό τη μύηση καινούργιων μελών. Ο θεσμός των «αποστόλων οι οποίοι εκινούντο σε χώρες της Ευρώπης, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στην Οθωμανική aυτοκρατορία για τη συλλογή πληροφοριών, την ενημέρωση της Αρχής, την εξασφάλιση νέων μελών, έφερε καλά αποτελέσματα καθώς επιτυγχάνεται σχεδόν αθρόα η συμμετοχή του ελληνικού στοιχείου στην Εταιρεία».

Ετσι, το μήνυμα της «Φ.Ε.» γίνεται ευρύτατα αποδεκτό από τον Eλληνισμό σε μιαν ιστορική συγκυρία που παρά τις όποιες αντιξοότητες, δεν στάθηκε εντέλει αρνητική στο ελληνικό επαναστατικό κίνημα.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανέλαβε επίσημος αρχηγός της Εταιρείας, το έτος 1820, ύστερα από την αρνητική απάντηση του Ιωάννη Καποδίστρια στη σχετική πρόταση. Αξιωματικός του ρωσικού στρατού, υπασπιστής του Τσάρου, γόνος λαμπρής ελληνικής οικογένειας, ο Υψηλάντης προσέδωσε κύρος στην Εταιρεία, αποδεχόμενος την αρχηγία. Εντούτοις, η στρατιωτική αποτυχία στον Προύθο δεν ανέστειλε την επαναστατική ορμή των Ελλήνων. Ο αγώνας συνεχίσθηκε και ετελείωσε σε έδαφος ελληνικό με τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Σίγουρα μικρού, αλλά οπωσδήποτε ελεύθερου.

Tο φρόνημα


Δυό λόγια τώρα για την τύχη της Εταιρείας στα χρόνια του Αγώνα. Είναι γνωστή η εχθρική στάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην πρώτη φάση του ξεσηκωμού, όταν έκριναν το ελληνικό επαναστατικό κίνημα ως ανταρσία εναντίον της νόμιμης εξουσίας του σουλτάνου, εμπνευσμένο από τα ανάλογα κινήματα των «καρμπονάρων». Πολλοί ελληνικοί κύκλοι, γνωρίζοντας τις απόψεις των ξένων, συνηγορούν για τον αποχρωματισμό του ελληνικού κινήματος ώστε να παύσει να θεωρείται έργο συνομωτικών οργανώσεων. Γράφει ο Κ. Πολυχρονιάδηςς από την Πίζα (διαμονή του μητροπολίτη Ιγνατίου) στις 5/1/1822, προς τον Δημ. Υψηλάντη: «Ο εταιρισμός και τα παράσημά του πρέπει να σιωπηθούν... διότι μας πειράζει ως προς την Ευρώπην». Πάλι ο ίδιος σε προηγούμενη επιστολή του προς τον Γ. Πραίδη (Νοέμβριος, 1821): «Τώρα εμετρίασαν των φιλελευθέρων αι κατηγορίαι, αλλ' είναι διοίκησις, ήτις περιοδικώς επαναλαμβάνει την συκοφαντίαν του ότι εκινήθημεν από τους καρβονάρηδες και επί τούτου βαίνουσα θέλει εμποδίσει κάθε προστασίαν ευρωπαϊκήν. Οι φρόνιμοι λοιπόν αλλογενείς και φιλάνθρωποι μάς συμβουλεύουν να αποδείξωμεν δια πραγμάτων, ότι τα κινήματά μας είναι εθνικά, και τούτο μάλιστα θα φανή αναμφίβολον, όταν σχηματισθή ανωτάτη διοίκησις εις της οποίας την έλλειψιν επιμένουν οι εχθροί μας, διά να αποδείξουν τα κινήματά μας ως έργα εταιριστών και ότι το όλον του Γένους δεν λαμβάνει μέρος». (στο: Αικ. Κουμαριανού, Ο Τύπος στον Αγώνα. Εισαγωγή, σ. κε΄, σημ.1).

ΒIBΛIOΓPaΦIa

Βασ. Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία. Οργανωτικές προϋποθέσεις της εθνικής επανάστασης». Στο Ιστορία του Nέου Eλληνισμού. Τόμ. 3ος. «Ελληνικά Γράμματα, 2003, 9-32. Το πλέον πρόσφατο, πλήρες δημοσίευμα για τη Φ.Ε., όπου και όλη η χρήσιμη βιβλιογραφία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου